παχομέτρης

παχομέτρης
ο
είδος διαβήτη με κεκαμμένα σκέλη με τον οποίο μετρούν το πάχος ενός αντικειμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάχος + -μέτρης (πρβλ. αεριο-μέτρης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”